αθηνά

αθηνά
I
(athene). Ονομασία γένους πουλιών της οικογένειας των στριγγιδών, της τάξης των στριγγιμόρφων. Ζουν στην Ευρώπη, τη βόρεια Αφρική, την Ινδία, την Κίνα και μερικά είδη στην Αμερική. Το μήκος του σώματός τους κυμαίνεται από 15 έως 25 εκ. και οι φτερούγες τους είναι μικρές. Τα πόδια τους είναι δυνατά και έχουν μυτερά νύχια. Το φτέρωμά τους, απαλό και χνουδάτο, τα κάνει να φαίνονται πιο σωματώδη απ’ ό,τι είναι στην πραγματικότητα. Τρέφονται με αρουραίους, ποντικούς, μικρά πουλιά, έντομα, ερπετά κλπ. Γεννούν από 2 έως 7 αβγά. Τα σπουδαιότερα είδη είναι η α. η οικοδίαιτη, η α. η σκότια, η α. η γλαυξ.
Το πουλί α. ήταν, κατά τους αρχαίους Έλληνες, το αγαπημένο της θεάς Αθηνάς, γι’ αυτό και πήρε το όνομά της. Εικονιζόταν σε πολλά νομίσματα και δεν το κυνηγούσαν γιατί το θεωρούσαν ιερό.
Το πουλί με το όνομα αθηνά δεν είναι παρά ένα είδος κουκουβάγιας, που οφείλει το όνομά του στο γεγονός ότι ήταν το ιερό πουλί της θεάς Αθηνάς.
II
Είδος αυλού που χρησιμοποιούσαν οι αρχαίοι Έλληνες. Τον χρησιμοποίησε πρώτος ο Θηβαίος Νικόφημος, σε ύμνους της Αθηνάς. Υπήρχε και είδος σάλπιγγας που την έλεγαν επίσης α.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем написать реферат

Look at other dictionaries:

  • Ἀθήνα — Ἀθήνᾱ , Ἀθήνη casting vote fem nom/voc/acc dual Ἀθήνᾱ , Ἀθήνη casting vote fem nom/voc sg (doric aeolic) Ἀθήνᾱ , Ἀθῆναι the city of Athens fem nom/voc sg (epic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Αθήνα — Πρωτεύουσα της Ελλάδας, από τις 18 Σεπτεμβρίου 1834, και του νομού Αττικής, το μεγαλύτερο πνευματικό, βιομηχανικό και οικονομικόεπιχειρησιακό κέντρο της χώρας. Βρίσκεται σε Β πλάτος 37° 58’ 20,1’’ και μήκος 23° 42’ 58,815’’ Α του Γκρίνουιτς. Στην …   Dictionary of Greek

  • Αθηνά — I Μία από τις θεότητες του ελληνικού Δωδεκάθεου. Προερχόταν από αρχαϊκή θεότητα του κρητομυκηναϊκού πολιτισμού που προστάτευε τα ανάκτορα φρούρια, χαρακτηριστικά της εποχής αυτής. Τότε την παρίσταναν με ένα οπλοφόρο ξόανο, το ονομαζόμενο Παλλάδιο …   Dictionary of Greek

  • Αθήνα — Sp Atėnai Ap Αθήναι/Athēnai sen. graikų kalba Ap Αθήνα/Athina graikiškai L sen. gr. polis, Atikos nomo c., Graikijos sostinė …   Pasaulio vietovardžiai. Internetinė duomenų bazė

  • Αθήνα — η η πρωτεύουσα της Ελλάδας …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • Αθηνά — η κύρ. όνομα …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • Ἀθηνᾶ — Ἀθήνη casting vote fem nom/voc/acc dual (attic) Ἀθήνη casting vote fem nom/voc sg (attic epic doric ionic aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Ἀθηνᾷ — Ἀθήνη casting vote fem dat sg (attic epic doric ionic aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Ταρσούλη, Αθηνά — (Αθήνα 1887 – 1975). Συγγραφέας, μουσικός και ζωγράφος. Σπούδασε στην Ελλάδα και στη Γαλλία και ως ζωγράφος έκανε πολλές εκθέσεις στην Ελλάδα και στο εξωτερικό. Έγραψε επίσης πολλά βιβλία με διηγήματα, ποιήματα, ιστορικές και λαογραφικές μελέτες …   Dictionary of Greek

  • Αθηνά της Άρκτου — Πολεμικό πλοίο του Λάμπρου Κατσώνη, ναυαρχίδα του στόλου του από τον Απρίλιο του 1789 έως τον Απρίλιο του 1790. Το πλοίο αγοράστηκε το 1788 από τους Έλληνες της Τεργέστης. Πήρε μέρος στις επιχειρήσεις Κύπρου, Συρίας, Αιγύπτου, Καρπάθου, Δυρραχίου …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”